- πολύπολις
- πολύπολιςwith many citiesfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύπολις — εως και ιων. τ. ιος και επικ. τ. πολύπτολις, ὁ, ἡ, Α 1. (για θεό) αυτός που έχει πολλές πόλεις, που είναι πολιούχος σε πολλές πόλεις 2. (για πόλη) αυτή που απαρτίζεται από πολλές συνοικίες, μεγαλούπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόλις / πτόλις (πρβλ … Dictionary of Greek
πολύπολιν — πολύπολις with many cities fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπτολις — όλεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. πολύπολις … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
πολυπόλεως — πολυπόλεω̆ς , πολύπολις with many cities fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)